-
1 μανεκέν
1) mannequin2) modelΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μανεκέν
-
2 mannequin
μανεκέν -
3 манекен
-
4 model
['modl] 1. noun1) (a copy or representation of something usually on a much smaller scale: a model of the Taj Mahal; ( also adjective) a model aeroplane.) πρόπλασμα, ομοίωμα, μακέτα2) (a particular type or design of something, eg a car, that is manufactured in large numbers: Our car is a 1999 model.) μοντέλο3) (a person who wears clothes etc so that possible buyers can see them being worn: He has a job as a male fashion model.) μανεκέν4) (a person who is painted, sculpted, photographed etc by an artist, photographer etc: I work as an artist's model.) (φωτο)μοντέλο5) (something that can be used to copy from.) πρότυπο6) (a person or thing which is an excellent example: She is a model of politeness; ( also adjective) model behaviour.) υπόδειγμα2. verb1) (to wear (clothes etc) to show them to possible buyers: They model (underwear) for a living.) επιδεικνύω(ρούχα)ως μανεκέν2) (to work or pose as a model for an artist, photographer etc: She models at the local art school.) ποζάρω,κάνω το μοντέλο3) (to make models (of things or people): to model (the heads of famous people) in clay.) φτιάχνω προπλάσματα,πλάθω4) (to form (something) into a (particular) shape: She modelled the clay into the shape of a penguin; She models herself on her older sister.) διαμορφώνω/μιμούμαι,έχω ως υπόδειγμα• -
5 манекен
1. (кукла для показа одежды) το ανδρείκελο, το ομοίωμα, разг. η κούκλα 2. (профессия) το μανεκέν (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > манекен
-
6 манекен
[μανικιέν] ουσ. α μανεκέν, κούκλα -
7 манекен
[μανικιέν] ουσ α μανεκέν, κούκλα -
8 манекен
-а α.1. μανεκέν, κούκλα.2. βλ. манекенщик. -
9 манекенщик
-а α.-ца, -ы θ.κατασκευαστής, -άστρια μανεκέν. || πωλητής, -ήτρια, ετοίμων ενδυμάτων. -
10 model
1) μακέτα2) μανεκέν3) μοντέλο
См. также в других словарях:
μανεκέν — το 1. άνδρας ή γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων, αλλ. μοντέλο 2. μεγάλο ομοίωμα άνδρα ή γυναίκας που χρησιμοποιείται από μοδίστρες, ράφτες ή εμπορικά καταστήματα για την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων,… … Dictionary of Greek
μανεκέν — το άκλ. (λ. γαλλ.), το άτομο που φοράει ρούχα για να τα παρουσιάσει σε επιδείξεις ή φωτογραφίσεις μόδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κούκλα — Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και… … Dictionary of Greek
πασαρέλα — η ειδική εξέδρα πάνω στην οποία τα μανεκέν κάνουν επίδειξη μόδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. passerelle < ρ. passer «περνώ»] … Dictionary of Greek
Κρόφορντ, Τζόαν — (Joan Crawford, Σαν Αντόνιο 1904 – Νέα Υόρκη 1977). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού Λουσίλ Φέι Λε Σουέρ (Lucille Fay Le Sueur). Ξεκίνησε την καριέρα της ως επαγγελματίας χορεύτρια και πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1925… … Dictionary of Greek
Λίβινγκ Θίατερ — (Living Theatre = ζωντανό θέατρο). Πρωτοποριακό θεατρικό κίνημα και θίασος των ΗΠΑ. Δημιουργήθηκε το 1951 από τη σκηνοθέτη Τζούντιθ Μαλίνα και τον συγγραφέα Τζούλιαν Μπεκ, με την προγραμματική υποχρέωση να αντιμετωπίσει το θέμα της ζωής και του… … Dictionary of Greek
Μάνκιεβιτς, Λίο Τζόζεφ — (Joseph Leo Mankiewicz, Πενσιλβάνια 1909 – Νέα Υόρκη 1993). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και, όπως ο αδελφός του Χέρμαν, είχε την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο υποτιτλίζοντας… … Dictionary of Greek
Φο, Ντάριο — (Fo, Σαντζιάνο 1926). Ιταλός συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Eμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1953 με τη σατιρική επιθεώρηση Από την κάμερα. Συγκρότησε θίασο με τη γυναίκα του Φράνκα Ράμε και έγραψε, σκηνοθέτησε και έπαιξε πολλές φάρσες με… … Dictionary of Greek