Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το μανεκέν

См. также в других словарях:

  • μανεκέν — το 1. άνδρας ή γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων, αλλ. μοντέλο 2. μεγάλο ομοίωμα άνδρα ή γυναίκας που χρησιμοποιείται από μοδίστρες, ράφτες ή εμπορικά καταστήματα για την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • μανεκέν — το άκλ. (λ. γαλλ.), το άτομο που φοράει ρούχα για να τα παρουσιάσει σε επιδείξεις ή φωτογραφίσεις μόδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κούκλα — Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και… …   Dictionary of Greek

  • πασαρέλα — η ειδική εξέδρα πάνω στην οποία τα μανεκέν κάνουν επίδειξη μόδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. passerelle < ρ. passer «περνώ»] …   Dictionary of Greek

  • Κρόφορντ, Τζόαν — (Joan Crawford, Σαν Αντόνιο 1904 – Νέα Υόρκη 1977). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού Λουσίλ Φέι Λε Σουέρ (Lucille Fay Le Sueur). Ξεκίνησε την καριέρα της ως επαγγελματίας χορεύτρια και πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1925… …   Dictionary of Greek

  • Λίβινγκ Θίατερ — (Living Theatre = ζωντανό θέατρο). Πρωτοποριακό θεατρικό κίνημα και θίασος των ΗΠΑ. Δημιουργήθηκε το 1951 από τη σκηνοθέτη Τζούντιθ Μαλίνα και τον συγγραφέα Τζούλιαν Μπεκ, με την προγραμματική υποχρέωση να αντιμετωπίσει το θέμα της ζωής και του… …   Dictionary of Greek

  • Μάνκιεβιτς, Λίο Τζόζεφ — (Joseph Leo Mankiewicz, Πενσιλβάνια 1909 – Νέα Υόρκη 1993). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και, όπως ο αδελφός του Χέρμαν, είχε την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο υποτιτλίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • Φο, Ντάριο — (Fo, Σαντζιάνο 1926). Ιταλός συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Eμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1953 με τη σατιρική επιθεώρηση Από την κάμερα. Συγκρότησε θίασο με τη γυναίκα του Φράνκα Ράμε και έγραψε, σκηνοθέτησε και έπαιξε πολλές φάρσες με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»